τρίστιχος — three row masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίστιχος — η, ο 1. που αποτελείται από τρεις στίχους. 2. το ουδ. ως ουσ., τρίστιχο, το μικρό ποίημα από τρεις στίχους ή στροφή ποιήματος με τρεις στίχους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριστίχους — τρίστιχος three row masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριστίχῳ — τρίστιχος three row masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίστιχοι — τρίστιχος three row masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρεδρος — ο, η / πάρεδρος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αναπλητωτής ανώτερου υπαλλήλου ή λειτουργού 2. φρ. α) «πάρεδρος πρωτοδικών» ο πρώτος βαθμός τής ιεραρχίας τών τακτικών δικαστών β) «πάρεδρος Συμβουλίου Επικρατείας» εισηγητής υποθέσεων στο Συμβούλιο Επικρατείας … Dictionary of Greek
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek
τριστιχία — ἡ, Α [τρίστιχος] 1. τριπλή σειρά («τριστιχία τῶν ὑπεκφυομένων τριχῶν», Γαλ.) 2. (μετρ.) ένωση τριών στίχων … Dictionary of Greek